- πρωτοπαλλήκαρο
- τό1) первый удалец, молодец; 2) активист, активный участник; 3) молодчик, дебошир
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτοπαλλήκαρο — και πρωτοπαλίκαρο, το, Ν 1. (για επαναστάτες, κλέφτες, κυρίως κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας) το πρώτο, το καλύτερο παλληκάρι όλου τού σώματος μετά τον αρχηγό («να ναι πρωτοπαλλήκαρο και κλεφτοπολεμάρχος», δημ. τραγούδι) 2. μτφ. καθένας που… … Dictionary of Greek
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek